ἀρτιζυγία

ἀρτιζυγία
ἀρτι-ζῠγία, ,
A recent union, ἀνδρῶν ἀ., i. e. newly married husbands, A.Pers.542.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρτιζυγία — ἀρτιζυγία, η (Α) η σύζευξη που έγινε πριν από λίγο, ο πρόσφατος γάμος …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιζυγίαν — ἀρτιζυγία recent union fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”